• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
out of hand adv (uncontrolled)εκτός ελέγχου φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)που έχει ξεφύγει περίφρ
 When the fight got out of hand the barman called the police.
out of hand adv (without further thought)κατευθείαν, αμέσως επίρ
  χωρίς δεύτερη σκέψη φρ ως επίρ
 The boss dismissed my ideas out of hand; he didn't even ask me any questions.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
dismiss [sth] out of hand v expr (disregard)απορρίπτω ασυζητητί έκφρ
 I know it sounds like a conspiracy theory, but I beg you not to dismiss it out of hand.
 Το ξέρω ότι ακούγεται λίγο ως θεωρία συνομωσίας αλλά σε παρακαλώ να μην την απορρίψεις ασυζητητί.
get out of hand v expr informal (become uncontrolled)βγαίνω εκτός ελέγχου έκφρ
 The party got out of hand, and a neighbour called the police.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση out of hand στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «out of hand».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!